- φρουραρχώ
- -έω, Α [φρούραρχος]1. είμαι φρούραρχος2. μτφ. α) φυλάσσω, προστατεύωβ) συγκρατώ («φρουραρχείτω τὴν σάρκα σωφροσύνη», Γρηγ. Νύσσ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φρουράρχῳ — φρούραρχος commander of a watch masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)